κορφολογώ — κορφολογώ, κορφολόγησα βλ. πίν. 73 και πρβλ. κορφολογάω … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
κορφολογώ — και κορφολογάω κόβω και συλλέγω τις κορυφές των φυτών, βλαστολογώ … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)