κορφολογάω

κορφολογάω
κορφολογάω / κορφολογώ (παρατατ. συνήθως -ούσα), κορφολόγησα βλ. πίν. 58 και πρβλ. κορφολογώ

Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • κορφολογώ — κορφολογώ, κορφολόγησα βλ. πίν. 73 και πρβλ. κορφολογάω …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • κορφολογώ — και κορφολογάω κόβω και συλλέγω τις κορυφές των φυτών, βλαστολογώ …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”